- ευνεικής
- εὐνεικής, -ές (Α)1. αυτός που κρίνει, που αποφασίζει εύκολα για αγώνα2. (για χρησμό) αυτός τού οποίου η σημασία εξηγείται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νεικής (< νείκος «διαμάχη, έριδα»), πρβλ. αμφι-νεικής, πολυ-νεικής].
Dictionary of Greek. 2013.